σύνδετος — bound hand and foot masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνδετον — σύνδετος bound hand and foot masc/fem acc sg σύνδετος bound hand and foot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδέτου — σύνδετος bound hand and foot masc/fem/neut gen sg συνδέτης one bound hand and foot masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδέτους — σύνδετος bound hand and foot masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδέτων — σύνδετος bound hand and foot masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνδετα — σύνδετος bound hand and foot neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χονδροσύνδετος — ον, Μ συνδεδεμένος με χόνδρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + συνδέω (πρβλ. θεο σύνδετος, πολυ σύνδετος)] … Dictionary of Greek
σύνδεθ' — σύνδετα , σύνδετος bound hand and foot neut nom/voc/acc pl σύνδετε , σύνδετος bound hand and foot masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσύνδετος — η, ο / πολυσύνδετος, ον, ΝΑ 1. ο πολλαπλώς ή στερεά συνδεδεμένος 2. φρ. «πολυσύνδετο σχήμα» (γλωσσ. ρητ.) σχήμα λόγου τής Ελληνικής και άλλων γλωσσών, κατά το οποίο περισσότερες από δύο προτάσεις ή όροι προτάσεως που επιτελούν την ίδια συντακτική … Dictionary of Greek