σύνδετος

σύνδετος
-ον, Α [συνδέω]
1. συνδεδεμένος («καὶ νῡν κατ' οἴκους συνδέτους αἰκίζεται», Σοφ.)
2. ο ενιαίος
3. ο συμπεπλεγμένος
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ σύνδετον
ο δεσμός
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σύνδετα
τα σύνθετα πράγματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σύνδετος — bound hand and foot masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνδετον — σύνδετος bound hand and foot masc/fem acc sg σύνδετος bound hand and foot neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδέτου — σύνδετος bound hand and foot masc/fem/neut gen sg συνδέτης one bound hand and foot masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδέτους — σύνδετος bound hand and foot masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδέτων — σύνδετος bound hand and foot masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνδετα — σύνδετος bound hand and foot neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χονδροσύνδετος — ον, Μ συνδεδεμένος με χόνδρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + συνδέω (πρβλ. θεο σύνδετος, πολυ σύνδετος)] …   Dictionary of Greek

  • σύνδεθ' — σύνδετα , σύνδετος bound hand and foot neut nom/voc/acc pl σύνδετε , σύνδετος bound hand and foot masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυσύνδετος — η, ο / πολυσύνδετος, ον, ΝΑ 1. ο πολλαπλώς ή στερεά συνδεδεμένος 2. φρ. «πολυσύνδετο σχήμα» (γλωσσ. ρητ.) σχήμα λόγου τής Ελληνικής και άλλων γλωσσών, κατά το οποίο περισσότερες από δύο προτάσεις ή όροι προτάσεως που επιτελούν την ίδια συντακτική …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”